- επίσκηνος
- ἐπίσκηνος, -ον (Α) [σκηνή]1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.)2. εξωτερικός, τυχαίος3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοιστρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη4. (για θεατρική σκηνή) το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίσκηνοςθάλαμος πάνω από τη σκηνή.
Dictionary of Greek. 2013.